-
1 πήδημα
[пидима] ουσ. о. скачок, прыжок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πήδημα
-
2 прыжок
-жка α. άλμα, πήδημα• σάλτο•прыжок в высоту άλμα σε ύψος•
прыжок в длину άλμα σε μήκος•
прыжок через перекладину άλμα επι κοντώ•
прыжок сверху вниз πήδημα από πάνω προς τα κάτω•
прыжок с парашютом πήδημα με το αλεξίπτωτο.
-
3 прыжок
прыжок м το πήδημα' спорт. το άλμα' \прыжокв воду η κατάδυση· \прыжок в длину το άλμα σε μήκος' тройной \прыжок το τριπλό άλμα* * *мτο πήδημα; спорт. το άλμαпрыжо́к в во́ду — η κατάδυση
прыжо́к в длину́ — το άλμα σε μήκος
тройно́й прыжо́к — το τριπλό άλμα
-
4 скачок
скач||окм τό ἀλμα, τό πήδημα:одним -ком μέ ἕνα ἄλμα, μ· £να πήδημα -
5 скачок
-чка α.1. άλμα, πήδημα•одним -ом достиг он своё место με ένα πήδημα αυτός βρέθηκε στη θέση του.
2. απότομη αλλαγή• μετάπτωση3. (φιλοσ.) πέρασμα, μεταπήδηση (από μια κατάσταση στην άλλη), άλμα. -
6 перескок
1. тех. η αναπήδηση, το ανα-πήδημα, το άλμα, το υπερπήδημα 2. мех. о πρόσκαιρος λυγισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перескок
-
7 прыжок
το άλμα, το (ανα)πήδημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прыжок
-
8 скачок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скачок
-
9 парашютный
парашют||ныйприл ἀλεξιπτω-τικός:\парашютныйный прыжок πήδημα μέ τό ἀλεξίπτωτο· \парашютныйный десант ἄγημα ἀλεξιπτωτιστών. -
10 повод
повод Iм ἡ ἀφορμή:по \поводу ὡς προς, ὀσον ἀφορᾶ· по какому \поводу? γιά ποιο λόγο;, προς τί;· по всякому \поводу γιά τό κάθε τι, γιά ψύλλου πήδημα· без всякого \повода χωρίς καμμιά ἀφορμή, στά καλά καθούμενα· дать \повод δίνω ἀφορμή.повод IIм (у лошади) τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, τά γκέμια· ◊ быть у кого́-л. на \поводу́ μέ τραβά (или μέ σέρνει) κάποιος ἀπό τή μύτη. -
11 прыжок
прыжокм τό πήδημα, τό σάλτο/ спорт. τό ἄλμα:\прыжок в высоту́ (в длину́) τό ἄλμα είς ὕψος (είς μήκος)· \прыжок с парашютом ἡ πτώση μέ τό ἀλεξίπτωτο[ν]. -
12 пустяк
пустя||км τό τιποτένιο πράγμα:из-за \пустяккбв γιά τό τίποτε, γιά ψιλοπράγματα, γιά ψύλλου πήδημα это \пустякки́ τιποτένια πράγματα. -
13 прыжок
[πρυζόκ] ουσ. α πήδημα, άλμα -
14 прыжок
[πρυζόκ] ουσ α πήδημα, άλμα -
15 антраша
ουδ.άκλ.ελαφρό πήδημα χορευτή. -
16 броском
επίρ.μ’ ένα ρίξιμο, πέταγμα, πήδημα. -
17 вышка
-и θ.1. πύργος• κορυφή.2. ικρίωμα• εξέδρα•наблюдательная вышка παρατηρητήριο•
буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•
судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•
прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.
-
18 допрыгать
ρ.σ. πηδώ ως.παραπηδώ, κατακουράζομαι από το πολύ πήδημα. || πηδώ πολλά παλούκια, κάνω πολλές τρέλλες. -
19 допрыгнуть
ρ.σ. παλ. αναπηδώ, φτάνω με το πήδημα•яблоки висят высоко, не -ешь τα μήλα κρέμονται ψηλά, όσο κι αν πηδήσεις δεν θα τα φτάσεις.
-
20 доскакнуть
ρ.σ. μ' ένα πήδημα φτάνω ως.
См. также в других словарях:
πήδημα — leap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… … Dictionary of Greek
πήδημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πήδημ' — πήδημα , πήδημα leap neut nom/voc/acc sg πήδημι , πηδάω leap pres ind act 1st sg πήδημαι , πηδάω leap pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδημάτων — πήδημα leap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήμασι — πήδημα leap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήμασιν — πήδημα leap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματα — πήδημα leap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματι — πήδημα leap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματος — πήδημα leap neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia